σός

σός
σός (σός, σόν; σάν, σαῖς: v. τεός.)
1 your
a of the victor,

σὸς πατήρ N. 4.14

προπάτωρ σὸς (Boeckh: ὁ σὸς codd.) N. 4.90
b of a personified place or city

τὰν σὰν πόλιν αὔξων, Καμάρινα O. 5.4

ἀλλ' ὦ Πίσας εὔδενδρον ἐπ Ἀλφεῷ ἄλσος μέγα τοι κλέος αἰεί, ᾧτινι σὸν γέρας ἕσπετ ἀγλαόν O. 8.11

σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17

[Ἄβδ]ηρε, καὶ στ[ρατὸν] ἱπποχάρμαν [σᾷ] βᾳ πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (supp. Bury: εὐ]δίᾳ Fraccaroli) Πα. 2. 1. ὁ πάντα τοι τά τε καὶ τὰ τεύχων σὸν ἐγγυάλιξεν ὄλβον (sc. Αἴγινα) Pae. 6.133
c of gods κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ (Zeus?) fr. 35. τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, σαυτὰ codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens: alii alia coni.: sc. Πάν) fr. 97. cf. a hero σόν τε, Περικλύμεν' εὐρυβία (sc. κλέος) P. 4.175
d in direct speech “σὸν δ' ἄνθος ἥβας ἄρτι κυμαίνειP. 4.158

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σός — thy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σός — ή, όν, ΜΑ, και δωρ. τ. τεός, ή, όν, και βοιωτ. τ. αρσ. τιός και τ. ουδ. σούν, Α (κτητ. αντων. β προσ.) αυτός που ανήκει σε σένα, δικός σου («σὸς ἑταῑρος», Πλάτ.) αρχ. 1. αυτός που είναι για σένα ή από σένα (α. «εὐνοίᾳ... τῇ σῇ», Πλάτ. β. «σός τε… …   Dictionary of Greek

  • σά — σός thy neut nom/voc/acc pl σά̱ , σός thy fem nom/voc/acc dual σά̱ , σός thy fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σόν — σός thy masc acc sg σός thy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαῖν — σός thy fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαῖς — σός thy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαῖσι — σός thy fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαῖσιν — σός thy fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαί — σός thy fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοί — σός thy masc nom/voc pl σοι , σύ thou dat 2nd sg σύ thou dat 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σούς — σός thy masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”